- μεταστρατοπέδευση
- [-ις (-εως)] η воен, перемена расположения лагеря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταστρατοπέδευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταστρατοπεδεύω, αλλαγή στρατοπέδου, μεταφορά στρατοπέδου σε άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταστρατοπεδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek