μεταστρατοπέδευση

μεταστρατοπέδευση
[-ις (-εως)] η воен, перемена расположения лагеря

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταστρατοπέδευση" в других словарях:

  • μεταστρατοπέδευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταστρατοπεδεύω, αλλαγή στρατοπέδου, μεταφορά στρατοπέδου σε άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταστρατοπεδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»